- κιαλάρω
- (αόρ. (ε)κιάλαρα и (ε)κιαλάρισα) μετ.1) заглядываться, засматриваться; 2) разглядеть, увидеть издалека
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιαλάρω — 1. βλέπω με κιάλια, παρατηρώ με διόπτρες κάτι που βρίσκεται μακριά 2. παρατηρώ κάτι με ενδιαφέρον («τήν κιαλάρει κάθε μέρα από το παράθυρο») 3. αντιλαμβάνομαι κάτι εξ αποστάσεως («τόν κιαλάρησε μόλις ξεπρόβαλε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κιάλι + κατάλ. άρω… … Dictionary of Greek
κιαλάρω — κιάλαρα και κιαλάρισα, κιαλαρισμένος, βλέπω με τα κιάλια, παρατηρώ από μακριά: Κιάλαρε τις απέναντι θέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)